Η ιστορία της Μυασθένειας
Ο όρος «Myasthenia gravis» (MG) (βαριά μυασθένεια) προέρχεται απ' την ελληνική λέξη «μυασθένεια» (ασθένεια των μυών) και το λατινικό «gravis» (σοβαρός, βαρύς). Οι πρώτες αναφορές στη μυασθένεια εντοπίζονται τον 17ο αιώνα, όταν ο Δρ. Thomas Willis ανέφερε «μια γυναίκα που μιλούσε εύκολα και αβίαστα για λίγο, αλλά μετά από μεγάλο διάστημα ομιλίας, δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη για μία ή δυο ώρες». Τη δεκαετία του 1930, αποδείχθηκε ότι η μυασθένεια οφείλεται σε μια ατέλεια της νευρομυϊκής σύναψης. Τη δεκαετία του 1960 υποστηρίχθηκε ότι ήταν ένα αυτοάνοσο νόσημα, προτείνοντας την επίθεση αντισωμάτων στους μυς του ίδιου του ατόμου. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 από τους Δρς J. Patrick και J. Lindstrom, και την ανακάλυψη συγκεκριμένων αυτοαντισωμάτων στους περισσότερους ασθενείς, που κατέστρεφαν στόχους - πρωτεΐνες στις νευρομυϊκές συνδέσεις. Ο κανονικός ρόλος των αντισωμάτων είναι να καταστρέφουν μολυσματικά βακτήρια ή ιους. Γι' αυτό η μυασθένεια περιλαμβάνεται στα αυτοάνοσα νοσήματα, μεταξύ των οποίων είναι η θυρεοειδίτιδα, ο νεανικός διαβήτης, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο ερυθηματώδης λύκος.
[Κέιμενο απο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΠΑΣΤΕΡ]